Η ενδεκάτη εντολή (I endekáti entolí)
Ρίξ’ ένα βλέμμα σιωπηλό
στον κόσμο τον αμαρτωλό
και δες η γη πως καίει.
Και με το χέρι στην καρδιά
αν δε σ’ αγγίξει η πυρκαγιά,
ψάξε να βρεις ποιος φταίει.
Σα χαμοπούλι ταπεινό
που δεν εγνώρισ’ ουρανό
και περπατάει στο χώμα,
την ενδεκάτη εντολή
δεν την σεβάστηκες πολύ
γι’ αυτό πονάς ακόμα.
Την ενδεκάτη εντολή
δεν την σεβάστηκες πολύ
γι’ αυτό πονάς ακόμα.
Είναι καινούργια και παλιά
σαν της ψυχής την αντηλιά,
σαν της καρδιάς τα βάθη.
Μα μες του κόσμου τη φωτιά
που μπερδευτήκαν τα χαρτιά
κανείς δε θα τη μάθει.
Τράβα να βρεις τον Μωυσή
και ξαναρώτατον κι εσύ
μήπως αυτός την ξέρει
την ενδεκάτη εντολή
που `ν’ ολοκάθαρο γυαλί
και κοφτερό μαχαίρι.
Την ενδεκάτη εντολή
που `ν’ ολοκάθαρο γυαλί
και κοφτερό μαχαίρι.
Στην παγωμένη σου ερημιά
το γέλιο γίνεται ζημιά
κι η ομορφιά σκοτάδι.
Έτσι είναι φίλε μου η ζωή
φέρνει τον ήλιο το πρωί
την καταχνιά το βράδυ.
Κάνε λοιπόν υπομονή
τώρα που φως δε θα φανεί
κι ούτε θα `ρθει καράβι.
Την ενδεκάτη εντολή
την ξέρουν μόνο οι τρελοί
κι όλοι της γης οι σκλάβοι.
Την ενδεκάτη εντολή
την ξέρουν μόνο οι τρελοί
κι όλοι της γης οι σκλάβοι.