Πράσινο, κόκκινο, πορτοκαλί (Prasino, Kokkino, Portokali)
Πήρε κλειδιά, πήρε ζωή
και το τσαντάκι απ' το συρτάρι,
και πάει και στέκεται εκεί,
κάπου στην Παραλιακή,
στο γνωστό φανάρι.
Φοράει κόκκινα γυαλιά,
τα σκουλαρίκια της μαμάς της,
κι' όποτε πέσει αναδουλειά,
μιλάει στ' αδέσποτα σκυλιά
για τον έρωτα της.
(REF)
Σε λίγο θα τη δω, τι να της πω,
στο κόκκινο θα μου γελάσει,
ως το πορτοκαλί
και το πολύ στο πράσινο θα με ξεχάσει.
Έτσι 'ναι μάτια μου γλυκιά,
ώσπου να πάρουμε χαμπάρι,
να στριμωχτούμε στην ουρά,
η ζωή, ανάβει το φανάρι.
Πήρε κλειδιά, πήρε ζωή,
το σήμερα δεν την αγχώνει,
μόνο το αύριο που θα 'ρθει
στο ίδιο φανάρι μην
την βρει με τη δική της κόρη.
Κάνω στο χρόνο μια ρωγμή
και σταματάω να οδηγάω,
για να μη χάσω ούτε στιγμή,
και να χαρώ τη διαδρομή,
με τα πόδια πάω.
(REF)
Έτσι 'ναι μάτια μου γλυκιά,
ώσπου να πάρουμε χαμπάρι,
να στριμωχτούμε στην ουρά,
η ζωή, ανάβει το φανάρι.
(REF)
Έτσι 'ναι μάτια μου γλυκιά,
ώσπου να πάρουμε χαμπάρι,
να στριμωχτούμε στην ουρά,
η ζωή, ανάβει το φανάρι.