Θέλω να πεθάνω (Thelo na pethano)
Θέλω να πεθάνω, θέλω να πεθάνω,
θέλω να πεθάνω για να μην πονώ,
μα ποιος θα κοιτάξει το φτωχόσπιτό μου,
όταν θ’ απομείνει έρημο κι ορφανό.
Έχω μανούλα κι αδελφές, γυναίκα και παιδάκια
κι αν κλείσω τα ματάκια μου, θα μείνουν στα σοκάκια.
Δεν περνάει μέρα, δεν περνάει μέρα,
δεν περνάει μέρα να μην πικραθώ,
όλα, πια, τα βάρη πέσανε σ’ εμένα
και στα δυο μου πόδια πώς θα κρατηθώ.
Έχω μανούλα κι αδελφές, γυναίκα και παιδάκια
κι αν κλείσω τα ματάκια μου, θα μείνουν στα σοκάκια.
Θέλω να πεθάνω, θέλω να πεθάνω,
θέλω να πεθάνω για να λυτρωθώ,
μα η μαύρη φτώχεια μ’ έχει δικασμένο,
ούτε να πεθάνω, ούτε και να ζω.