Έπεσα έξω (Epesa ekso)
Σε μια γυναίκα έδωσα βάση
με δίχως φόβο να με γελάσει
κι όμως το βλέπω χωρίς να φταίξω,
έπεσα έξω αχ κι έπεσα έξω.
κι όμως το βλέπω χωρίς να φταίξω,
έπεσα έξω αχ κι έπεσα έξω.
Ό,τι ζητούσε ήταν δικό της
σε κάθε πόνο εγώ γιατρός της
με μια γυναίκα είπα να μπλέξω,
κι έπεσα έξω αχ κι έπεσα έξω.
με μια γυναίκα είπα να μπλέξω,
κι έπεσα έξω αχ κι έπεσα έξω.
Άλλος κανένας δε θα μπορέσει
τρελή γυναίκα να σε πονέσει
τώρα στον πόνο και πώς ν’ αντέξω,
έπεσα έξω αχ κι έπεσα έξω.