Οι γερανοί
Στιγμές στιγμές θαρρώ πως οι στρατιώτες
Που πέσανε στη ματωμένη γη
Δεν κείτονται, θαρρώ, κάτω απ' το χώμα
Αλλά έχουν γίνει άσπροι γερανοί.
Πετούν και μας καλούν με τις κραυγές τους
Απ' τους καιρούς αυτούς τους μακρινούς
Κι ίσως γι' αυτό πολλές φορές σιωπώντας
Κοιτάμε τους θλιμμένους ουρανούς.
Πετάει ψηλά το κουρασμένο σμάρι
Στης δύσης τη θαμπή φεγγοβολή
Και βλέπω ένα κενό στη φάλαγγά του
Και είναι ίσως η δική μου η θέση αυτή.
Θα 'ρθεί μια μέρα που μ' αυτό το σμάρι
Στο μέγα θάμπος θα πετώ κι εγώ
Σαν γερανός καλώντας απ' τα ουράνια
Όλους εσάς που έχω αφήσει εδώ.