Συννεφιασμένη Κυριακή
Με τα κοφτερά σου λόγια
μ’ έστησες σε μια γωνιά
σαν τα άδεια τα πιστόλια
που σκοτώνουν ξαφνικά.
Την αγάπη που σου έχω
έκαψες σαν το χαρτί
κι η δική μου περηφάνια
σαν ζητιάνα έχει ντυθεί.
Τη Συννεφιασμένη Κυριακή
τραγουδάει μέσα μου η ψυχή,
είμαι τραγωδία ελληνική
που κανείς δε νοιάζεται να δει.
Με τα λόγια που τρυπάνε
μ’ άνοιξες πληγές βαθιές
σαν κορμιά που τα πετάνε
μέσα στις χωματερές.
Τη δικιά μου καλοσύνη
τη λασπώνεις, την πατάς
και σ’ το λέω να το ξέρεις:
μ’ ένα αντίο δεν ξοφλάς.
Τη Συννεφιασμένη Κυριακή
τραγουδάει μέσα μου η ψυχή,
είμαι τραγωδία ελληνική
που κανείς δε νοιάζεται να δει.