Μάνα
Δεν αντέχω τον ήλιο μας ξένο
και σκυμμένα τα σπίτια, μάνα
Τ’ όνειρό μου να μένει δεμένο
στο σκοτάδι χαμένο
Μια φωνή στην καρδιά μεγαλώνει,
στους ορίζοντες φεύγει, μάνα,
μακρινή σαν φιλέρημο αηδόνι
που βογγά δεν τελειώνει
Μου φυτρώνουν φτερούγες, κοιτάζω
το χρυσάφι του ήλιου, μάνα,
η κραυγή μου περήφανη σαν γεράκι ψηλά,
είμαι λεύτερος τώρα, μάνα,
στον ήλιο, μάνα, στο φως
Πλημμυρίζουμε τ’ άστρα στο αίμα
ποταμός φλογισμένος, μάνα,
με περήφανο, λεύτερο βλέμμα
θα γκρεμίσω το ψέμα
Μες το νου μου η μορφή σου ολοένα
με κοιτά δακρυσμένη, μάνα
χίλια λόγια μου λες πικραμένα,
πόσος πόνος για μένα.