Αμμόχωστος
Θαλασσινός ο κόρφος σου κι ανθοί στις αμασχάλες
κι ολόδροση πώς μύριζες στις πρώτες τις ψιχάλες.
Πόλη που παίζαμε παιδιά μες την πλατιά ποδιά σου,
με ψάρια και λεμονανθούς χαμήλωσ' τη ματιά σου.
Τις θύρες σου να κλείσεις θες και να μας περιμένεις
και μυρωδιές και ομορφιές τον ξένο να μη ραίνεις.
Σφάλιξε κλείσε δίπλωσε παράπονο στα χείλη,
χώσου στην άμμο Αμμόχωστος σαν σπάνιο κοχύλι.
Και μεις πουλιά που διώξαν μας τον Αύγουστο οι εχθροί σου,
να ξέρεις θα γυρίσουμε πιστοί στην άνοιξή σου.
Σφάλιξε κλείσε δίπλωσε παράπονο στα χείλη,
χώσου στην άμμο Αμμόχωστος σαν σπάνιο κοχύλι.
Θαλασσινός ο κόρφος σου κι ανθοί στις αμασχάλες
κι ολόδροση πώς μύριζες στις πρώτες τις ψιχάλες.