Το ζητιανάκι
Είχα πάρει κάτι να τσιμπήσουμε στο σπίτι
κι είδα στα φανάρια ένα δεκάχρονο αλήτη.
Είχε κάτι μάτια μαύρα μαύρα, μαύρο νέφος.
Κάπως έτσι θά 'τανε μπορεί το θείο βρέφος.
Τού 'δωσα τα δυο ευρώ, ενός δεσμού τα ρέστα.
"Χρόνια σου πολλά, μεγάλε" μού 'πε "κι άιντε πες τα
όσα σου απόμειναν τραγούδια της αγάπης".
Έφτυσ' ο πολιτισμός και βγήκανε οι γιάπις.
Έγλυφε τα τζάμια το μελαχρινό αγοράκι.
Δυο ευρώ η αγάπη σου κι εγώ το ζητιανάκι.
Στα καλά καθούμενα τουρμπώνω τα ηχεία,
πλάνταξαν τα σπλάχνα μου μ' αυτήν την αλητεία.
Σ' είχα κάτι νεύρα απ' την Τρίτη που μου είπες
"Μοιάζουν οι αγάπες μες στα χρόνια σαν τις λύπες.
Χαμπαριάζουν τη χαρά με τα καθημερνά τους,
Κυριακή κι απόβραδο φοράνε τα καλά τους".
Αχ! Κόσμε φυλακή! Αχ! Μαύρη Κυριακή!
Αχ! Κόσμε φυλακή! Αχ! Μαύρη Κυριακή!
Παίζαν όξω τα μωρά, θρηνούσανε αντάμα.
Στη σακούλα πάγωνε σαν φαγητό ένα πράμα.
Θύμωσα που έμεινα και πια δεν είχα λύση.
Λίγο αν μ' αγάπαγες το δρόμο θα 'χα κλείσει.
Πιο πολύ μ' αγάπαγε αυτό το ζητιανάκι
πού 'γλυφε παρμπρίζ απ' το πρωί στην Κατεχάκη.
Πέταξα το γεύμα στο σκυλί κι είχα φορτώσει.
Πιο πολύ μ' αγάπαγε κι εσύ μού 'χεις τελειώσει.
Λύθηκε ο κόμπος στο λαιμό στο παρά τρία.
Σκούζαν τα ραδιόφωνα για την οικονομία
κι έριξα Χριστέ και Παναγιά μου ένα κλάμα
που μιαν ανθρωπότητα φορτώθηκε ο Ομπάμα.
Αχ! Κόσμε φυλακή! Αχ! Μαύρη Κυριακή!
Αχ! Κόσμε φυλακή! Αχ! Μαύρη Κυριακή!
Σ' είχα κάτι νεύρα απ' την Τρίτη που μου είπες
"Μοιάζουν οι αγάπες μες στα χρόνια σαν τις λύπες.
Χαμπαριάζουν τη χαρά με τα καθημερνά τους,
Κυριακή κι απόβραδο φοράνε τα καλά τους".
Πιο πολύ μ' αγάπαγε αυτό το ζητιανάκι
πού 'γλυφε παρμπρίζ απ' το πρωί στην Κατεχάκη.
Πέταξα το γεύμα στο σκυλί κι είχα φορτώσει.
Πιο πολύ μ' αγάπαγε κι εσύ μού 'χεις τελειώσει.
Αχ! Κόσμε φυλακή! Αχ! Μαύρη Κυριακή!
Αχ! Κόσμε φυλακή! Αχ! Μαύρη Κυριακή!